αλγησιόμετρο

αλγησιόμετρο
ή αλγησίμετρο Ιατρ.
όργανο για την εκτίμηση τού βαθμού τής ευαισθησίας στον επιφανειακό (δερματικό) πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλγησις + μέτρο(ν), πρβλ. γαλλ. agesimetre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”